ύαινα

ύαινα
(hyaena). Σαρκοβόρο θηλαστικό της οικογένειας των υαινιδών. Είναι μεγάλο ζώο με σώμα συνεπτυγμένο και ισχυρό. Η ύ. έχει τρίχωμα μακρύ, χαλαρό, που σχηματίζει στη ράχη μακριά χαίτη, ξεκινώντας από τον αυχένα. Το κεφάλι της είναι μακρουλό και καταλήγει σε φαρδύ ρύγχος. Τα μπροστινά της πόδια είναι μεγαλύτερα από τα πίσω και η ουρά της καταλήγει σε θύσανο. Είναι ζώο νυχτόβιο, αρπακτικό και πολύ αδηφάγο. Βαδίζει αθόρυβα στα δάχτυλα, που έχουν νύχια όχι ανασταλτά. Ζει σε βραχώδη μέρη και θαμνώδεις εκτάσεις, καθώς και σε στέπες και ερήμους. Βασική τροφή της είναι τα ψοφίμια. Παρακολουθεί συχνά τα κοπάδια των ζώων που επιτίθενται στα μικρότερα και ασθενέστερα ζώα, αναζητώντας κι αυτή μερίδιο από τα θύματά τους. Πάντως, σπάνια καταδιώκει θηράματα όπως τα άλλα σαρκοφάγα ζώα. Γενικά η ύ. έχει ιδιαίτερα ανεπτυγμένη την όσφρηση, την ακοή και την όραση. Χαρακτηριστικό της είναι η δυσάρεστη οσμή που αναδίνουν ειδικοί αδένες της, που βρίσκονται κοντά στην έδρα. Ζει σε ολόκληρη την Αφρική και τη νότια Ασία, από τη Μεσόγειο ώς τον κόλπο της Βεγγάλης. Μεγαλύτερο είδος είναι η ύ. ο κροκόττας, που λέγεται και ύ. η στικτή, με μήκος σώματος περίπου 1,30 μ. Το είδος αυτό ζει στη νοτιοανατολική Αφρική και ξεχωρίζει από τα άλλα είδη από τα μικρότερα αυτιά της και την έλλειψη χαίτης. Έχει χρώμα σταχτόασπρο ως ωχροκίτρινο, με καφέ κηλίδες στα πλευρά και τα πόδια. Αν και είναι δειλή και οκνηρή, όταν μαστίζεται από πείνα γίνεται πολύ επικίνδυνη για τον άνθρωπο, γιατί κάνει επιδρομές σε κατοικημένα χωριά και συχνά επιτίθεται στα παιδιά. Ζει σε σπηλιές και γεννάει 3 ως 7 μικρά. Αν αιχμαλωτιστεί εξημερώνεται αρκετά και συνηθίζει στην αιχμαλωσία. Η γνωστότερη όμως ύ. και ο κυριότερος εκπρόσωπος της οικογένειας είναι η ύ. η ραβδωτή, που ξεχωρίζει από τη μακριά χαίτη της, τη μικρή θυσανωτή ουρά της και τα μεγάλα, γυμνά αυτιά. Ζει ζευγαρωμένη και πολύ σπάνια σε αγέλες και είναι πιο δειλή και οκνηρή από την προηγούμενη. Τρέφεται σχεδόν αποκλειστικά από ψοφίμια. Η ύ. ήταν πιθανώς γνωστή και στους αρχαίους. Αναφέρεται από τον Ηρόδοτο και τον Αριστοτέλη, φαίνεται δε από τα γραφόμενά τους ότι πρόκειται για το ίδιο ζώο. Από την αρχαία εποχή υπάρχουν πολυάριθμοι θρύλοι για την ύ., είναι δε πιθανόν ότι σημαντικό ρόλο σ’ αυτό έπαιξε η απαίσια φωνή της. Έτσι, έλεγαν ότι οι σκύλοι έχαναν τη φωνή και τα λογικά τους και μόνο στη θέα της σκιάς της. Πίστευαν επίσης ότι μπορούσε να μιμηθεί την ανθρώπινη φωνή, για να παραπλανήσει και να προσελκύσει τα θύματά της· κι ακόμη, ότι η ύ. ήταν ερμαφρόδιτη και μάλιστα ότι μπορούσε να αλλάζει φύλο κατά βούληση. To σαρκοβόρο θηλαστικό ζώο ύαινα.
* * *
η / ὕαινα, ΝΜΑ
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, και κοινή γενική ονομασία τριών ειδών σαρκοφάγων θηλαστικών τής οικογένειας υαινίδες, που μοιάζουν με σκύλο και τρέφονται κυρίως με πτώματα
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) α) αιμοβόρος άνθρωπος
β) μοχθηρό και ύπουλο άτομο
αρχ.
1. είδος θαλάσσιου ψαριού, ὑαινίς*
2. είδος αντιλόπης
3. στον πληθ. αἱ ὕαιναι
πιθ. ονομασία γυναικών που μετείχαν στα όργια τού Μίθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς «χοίρος» + κατάλ. τών θηλ. -αινα. Η λ. χρησιμοποιείται για ένα διαφορετικό είδος ζώου που μοιάζει με τον χοίρο ως προς τη μορφή και την ανορθωμένη χαίτη του, σε αντιδιαστολή προς τις άλλες ονομ. ζώων σε -αινα, που χρησιμοποιούνται για τα θηλ. τών αντίστοιχων αρσενικών ζώων (πρβλ. λέ-αινα: λέων). Η λ. ὕαινα (πρβλ. και ὑαινίς) δηλώνει επίσης και ένα είδος ψαριού το οποίο ονομάστηκε έτσι, πιθ. λόγω τών δοντιών και τού ραβδωτού δέρματός του].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑαίνα — ὑαίνᾱ , ὕαινα hyena fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕαινα — hyena fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύαινα — η 1. σαρκοφάγο θηλαστικό της Αφρικής και της Ασίας, που τρέφεται κυρίως με πτώματα. 2. μτφ., άνθρωπος πολύ κακός, μοχθηρός, στρίγκλος: Είναι μια ύαινα αυτή! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑαίνας — ὑαίνᾱς , ὕαινα hyena fem acc pl ὑαίνᾱς , ὕαινα hyena fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑαινῶν — ὕαινα hyena fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑαίναις — ὕαινα hyena fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑαίνης — ὕαινα hyena fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑαίνῃ — ὕαινα hyena fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕαιναι — ὕαινα hyena fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕαιναν — ὕαινα hyena fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”